ἐπιστήμων — ἐπίστημος knowing masc/fem/neut gen pl ἐπιστήμων knowing masc/fem nom sg ἐπιστημόω make wise imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιστημόω make wise imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμων — ο, η βλ. επιστήμονας … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας (Αθηνών) — Ανήκει στη Σχολή Θετικών Επιστημών και στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Χημείου του Πανεπιστημίου (Σόλωνος 104), το οποίο χτίστηκε το 1887 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αυτό… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονέστατα — ἐπιστήμων knowing adverbial superl ἐπιστήμων knowing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονέστερον — ἐπιστήμων knowing masc acc comp sg ἐπιστήμων knowing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστῆμον — ἐπιστήμων knowing masc/fem voc sg ἐπιστήμων knowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμονα — ἐπιστήμων knowing neut nom/voc/acc pl ἐπιστήμων knowing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονεστάτους — ἐπιστήμων knowing masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονεστέρους — ἐπιστήμων knowing masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)